- ἀπήμονα
- ἀπήμωνunharmedneut nom/voc/acc plἀπήμωνunharmedmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπήμον' — ἀπήμονα , ἀπήμων unharmed neut nom/voc/acc pl ἀπήμονα , ἀπήμων unharmed masc/fem acc sg ἀπήμονι , ἀπήμων unharmed dat sg ἀπήμονε , ἀπήμων unharmed nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιαρός — λιαρός, ά, όν (Α) 1. θερμός, υπόθερμος, χλιαρός («ὄφρ αἷμα λιαρὸν καὶ γούνατ ὀρώρῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ήρεμος, ήσυχος («τῷ δ ὕπνον ἀπήμονά τε λιαρόν τε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. θυμίζει και στη σημ. και στη μορφή του τον τ.… … Dictionary of Greek